- ανωθώ
- (Α ἀνωθῶ, -έω)ωθώ, σπρώχνω κάτι προς τα επάνω ή προς τα εμπρόςαρχ.1. ωθώ προς τα πίσω2. μέσ. απωθώ, αποκρούω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προανωθώ — έω, Α ωθώ προς τα πάνω προηγουμένως ή ωθώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνωθῶ «ωθώ προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
συνανωθώ — έω, Α ωθώ προς τα πάνω, εξυψώνω μαζί με άλλον («σὰρξ... ἀπὸ τῆς φθορᾱς συνανωσθεῑσα ἐπὶ τὸ ἄφθαρτον», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνωθῶ «ωθώ, σπρώχνω προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek